- ανεράιδα
- η русалка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νεράιδα — Δαιμονικό, κατά κανόνα ωραίο, αγαθό, ή, κατά τις περιστάσεις, βλαπτικό ον της λαϊκής φαντασίας. Οι ν., που κλώθουν, υφαίνουν και τραγουδούν, έχουν ασυνήθεις δυνάμεις (γίνονται αόρατες, μεταμορφώνονται και μεταμορφώνουν), διευθύνουν την ανθρώπινη… … Dictionary of Greek
νεράιδα — νεράιδα, η και ανεράιδα, η 1. φανταστικό πλάσμα της νεοελληνικής μυθολογίας με μορφή ωραίου κοριτσιού, αντίστοιχο προς τις νύμφες και τις νηρηίδες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας. 2. μτφ., η πολύ όμορφη κοπέλα: Νεράιδες περδικόστηθες, στητές και … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)